- καπούλι
- το(λ. λατ.), τα νώτα των μεγάλων τετράποδων ζώων ή οι γλουτοί των ανθρώπων: Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια, της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.